Πίσω από ένα κουρασμένο παιδί κρύβεται ένας κουρασμένος ενήλικας (αυτά τα παιδιά κουρασμένα γεννήθηκαν).
Η παιδική ηλικία ντύθηκε από λέξεις και περιεχόμενα που δεν συνάδουν με τη φύση του παιδιού.
Ακούς πολλές φορές το καημένο το παιδί κουράστηκε επειδή περπάτησε μια απόσταση που εμείς την κρίνουμε μεγάλη, επειδή έπαιξε, επειδή πήγε σχολείο, επειδή πήγε στην παιδική χαρά, επειδή ανέβηκε μια ανηφόρα επειδή, επειδή….
Πολλές φορές έρχονται στο σχολείο γονείς να πάρουν παιδιά τους ή παππουδο-γιαγιάδες και τα βλέπουν να σκουπίζουν ή να καθαρίζουν τα τραπέζια που φάγανε ή απλά να κοιμούνται το μεσημέρι στα κρεβατάκια τους όλα μαζί κτλπ. και ακούς να λένε τα «καημένα» (τους βγαίνει έτσι αυθόρμητα) και πραγματικά εντυπωσιάζομαι στο πόσο διαφορετικά βλέπει ο καθένας τα πράγματα σε σχέση με τα παιδιά. Στο πόσο άλλαξε η εικόνα που φτιάξαμε για το παιδί από την πραγματικότητα της παιδικής φύσης και ηλικίας.
Και εκεί που θα έπρεπε να βλέπεις την εικόνα ενός παιδιού που αυτονομείται, τα καταφέρνει, φροντίζει το χώρο του, ικανοποιεί την ανάγκη του να τρέξει, να σκαρφαλώσει και να νιώσει δυνατό ή εκεί που μοιράζεται τις ανάγκες του με συνομηλίκους του και χαίρεται, παρατηρείς μια κοινωνία γύρω από το παιδί να το βαφτίζει ταλαιπωρία.
Και μετά αυτό το παιδί μεγαλώνει και θεωρεί ότι πραγματικά είναι ταλαιπωρία να δουλεύεις για κάτι που έχει νόημα, νιώθει ότι κουράζεται εύκολα και θέλει και δυο τρεις γύρω του να του τακτοποιούν τα πράγματα. Στην κυτταρική του μνήμη δεν έχει εγγραφεί το μπορώ να τα καταφέρω και το σώμα να υπακούει και να μην κουράζεται εύκολα. Να έχει βιώσει το πεινάω και διψάω και μπορώ να περιμένω και δεν θα πεθάνω, εάν δεν ικανοποιηθεί άμεσα η ανάγκη μου. Σήμερα μόλις πει ένα παιδί πείνασα, κινητοποιείται ένα σύστημα γύρω του (το παιδί πείνασε πρέπει να φάει αμέσως –δεν μπορεί να περιμένει το πότε θα στρωθεί το τραπέζι ή να τελειώσει η δουλειά και μετά να φάει όποτε φάνε όλοι.)
Όποιος έζησε τη δεκαετία του 60 και 70 και πριν από αυτές βίωσε και σαν παιδί και παρατηρώντας τα άλλα παιδιά γύρω του, ότι το παιδί μπορεί να είναι έξω όλη μέρα, να τρέχει, να σκαρφαλώνει, να παίζει ποδόσφαιρο από το πρωί ίσαμε το βράδυ και να μην κουράζεται. Έζησε το ότι όλοι έπρεπε να συνδράμουν, ο καθένας στο βαθμό που μπορούσε, στις δουλειές της οικογένειας. Και άντεχαν. Και ενώ το πρωί μπορεί τα παιδιά να πήγαιναν στα χωράφια, το απόγευμα έβγαιναν έξω να παίξουν στις γειτονιές.
Κανένας δεν τα έλεγε καημένα και το θεωρούσαν μάλιστα πολύ φυσικό να γίνεται. Δεν ωραιοποιούμε καμιά κατάσταση και καμιά συνθήκη. Και εκείνες είχαν τα προβλήματα τους, ωστόσο ότι έχει να κάνει με το παιδί και τις αντοχές του, είναι σημαντικό να το βάλουμε σε μια σωστή βάση, έτσι όπως είναι δηλαδή, για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους μέσα από την εκπαίδευση της οικογένειας, του σχολείου, της κοινωνίας να τα καταφέρνουν.
Κατ΄αρχήν να νιώθουν ότι μπορούν. Γιατί όταν ένα παιδί μεγαλώνει και τα κάνουν όλα οι άλλο αντί να τα κάνει αυτό στο βαθμό, που μπορεί να τα κάνει σε κάθε ηλικία, το μήνυμα είναι εσύ δεν μπορείς. Μπορώ όμως εγώ για σένα . Άρα χτίζω μια σχέση εξάρτησης που θα με χρειάζεσαι.
Εδώ στην εκπαίδευση στο Καζαβήτι όλα αυτά τα παρατηρούμε πολύ ξεκάθαρα εμείς οι δάσκαλοι που συνοδεύουμε τα παιδιά και πολλές φορές μένουμε έκθαμβοι από το τι μπορεί να κάνει ένα παιδί σε σχέση με τα παιδιά που βλέπουμε στην καθημερινότητα μας. Τα παιδιά είναι ο ορισμός της ενέργειας.
Και βλέπουμε ότι μπορεί ένα παιδί να περπατάει όλη μέρα σε ένα δάσος (όπου του βάζουμε δύσκολα) και να πηδάει από βράχο σε βράχο και να γυρνάει πίσω για να φάει και να μη χρειάζεται να ξαπλώσει σε ένα κρεβάτι για να ξεκουραστεί. Και είναι ικανό να ξαναγυρίσει στο δάσος, αρκεί αυτό που κάνει εκεί να έχει νόημα γιαυτό.
Όταν ερχόμαστε εδώ πάντα μένουμε δυο μέρες στη θάλασσα. Κατασκηνώνουμε εκεί με παιδιά από 3,5 χρ, για πολλούς πολύ μικρά γι’ αυτό και τα βλέπουμε όλη μέρα να μπαινοβγαίνουν στη θάλασσα (πάντα με ασφάλεια), να τρέχουν πάνω κάτω στην άμμο που είναι επιπλέον βαθμός δυσκολίας, να δημιουργούν παιχνίδια και να έχουν συνεχώς ενέργεια.
Και σκέφτεσαι ότι ίσως κάπου εδώ θα «σβήσουν». Αλλά δε συμβαίνει αυτό και παρόλο που κοιμόμαστε το βράδυ εκεί σε ξαπλώστρες και όχι στο άνετο το κρεβατάκι μας και παρόλο που όταν φεύγουμε χρειάζεται να περπατήσουμε μια πραγματικά μεγάλη ανηφορική απόσταση για το λεωφορείο, με τους σάκους στις πλάτες , τα βλέπεις να τα καταφέρνουν μια χαρά. Ακόμα και η πιο λεπτεπίλεπτη μικρούλα φέτος από την ομάδα των τρίχρονων, που κάποια στιγμή φάνηκε στα μάτια των δασκάλων κουρασμένη, μόλις άκουσε το «κοίτα τι κατάφερες, κοίτα πόσο δρόμο περπάτησες και πόσο πιο δυνατή έγινες» άρχισε να τρέχει και να μη σταματά.
Και εκεί που σκεφτόσουν ότι έλιωσε, ότι έγινε κομμάτια βλέπεις το λεπτό κορμάκι να τεντώνεται, να ισιώνει να κυλάει μέσα του η ενέργεια. Βλέπεις το πρόσωπο να λάμπει, το βλέμμα να αστράφτει.
Γιατί τα κατάφερε. Γιατί του έδωσες ένα στοίχημα παραπάνω με τον εαυτό του και το κέρδισε. Γιατί από την εικόνα του εαυτού με κατεβασμένους του ώμους να σέρνεται, του δόθηκε η επιλογή της εικόνας του εαυτού που μπορεί.
Και το παιδί σέβεται και αγαπά και εμπιστεύεται όποιον από το περιβάλλον του, του δίνει αυτή την ευκαιρία της ανάπτυξης του. Όποιον πιστεύει σ΄αυτό, όποιον ξεπερνά τα δικά του και το βλέπει με καθαρή ματιά για να μπορεί να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Οι μεγάλοι κουράζονται, όχι τα παιδιά. Επειδή όμως δεν το δέχονται για τον εαυτό τους και καθώς πραγματικά είναι δύσκολο στις συνθήκες που δημιουργήσαμε και μέσα στα αστικά περιβάλλοντα που ζούμε, να δίνουμε στα παιδιά την ευκαιρία να αναπτύσσονται, έτσι όπως το χρειάζονται ( σωματικά συναισθηματικά και ψυχικά), τα βάζουμε σε ένα πλαίσιο που βολεύει εμάς, αλλά όχι αυτά. Μέσα σε μια συνθήκη όπου τα παιδιά νομίζουμε ότι δεν μπορούν να περπατάνε και τα βάζουμε σε καρότσια και ας είναι 3 και 4 χρονών (πόσο ανάπηρη εικόνα), όπου στις παιδικές χαρές δεν τα αφήνουμε μόνα τους, αλλά τρέχουμε από πίσω τους να τα ανεβάζουμε και να τα κατεβάζουμε από τις τσουλήθρες, όπου τα θεωρούμε ανίκανα να λύνουν μόνα τους τα προβλήματα τους και «χωνόμαστε» στις συνομιλίες και στις σχέσεις τους με τους συνομηλίκους τους, όπου κουβαλάμε τις τσάντες τους στα σχολεία και ρωτάμε εμείς για τις υποχρεώσεις τους, όπου όταν γίνεται μια φασαρία ή τα μαλώνουν οι άλλοι, σχεδόν πάντα φταίνε οι άλλοι.
Και δεν μας εμπιστεύονται και δεν νιώθουν ασφάλεια μέχρι να χάσουν τον εαυτό τους και να πειστούν ότι αυτό μόνο μπορούν . Και έτσι γίνονται οι ενήλικες που πιστεύουν, ότι έτσι είναι τα πράγματα. Που όταν τους ρωτάς τι ονειρεύεσαι και είναι 22 χρονών , η απάντηση είναι μια δουλειά όσο γίνεται πιο μόνιμη και ένα μισθό που να μπορεί να τους συντηρεί. Και ψάχνεις με αγωνία για μια σπίθα στο βλέμμα, για ένα άνθρωπο με ενέργεια, για μια χειραψία ζεστή, δυνατή, συνειδητή και όχι αδιάφορη. Και εκεί που λες τι κρίμα, πεισμώνεις και λες αλλάζει. Μέσα από τον πιο ασφαλή δρόμο : την Παιδεία και την εκπαίδευση όλων μας, έτσι ώστε να δούμε τα δικά μας για να μπορέσουμε να ξανα-ορίσουμε τι είναι το παιδί, τι είναι ο άνθρωπος.
Με εκτίμηση,
Ελισάβετ Γεωργιάδου
Αφήστε μια απάντηση